περισκέπτῳ

περισκέπτῳ
περίσκεπτος
to be seen on all sides
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περισκέπτωι — περισκέπτῳ , περίσκεπτος to be seen on all sides masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσκεπτος — η, ο / περίσκεπτος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο κατεχόμενος από πολλές σκέψεις, βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος αρχ. 1. αυτός που βλέπεται από παντού, καταφανής από ὁλες τις πλευρές, περίοπτος 2. υψηλός 3. (κατά άλλη ερμ.) σκεπασμένος γύρω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”